συστολεύς

συστολεύς
(-εως) ο мор. гитов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συστολεύς" в других словарях:

  • παράμεσος — η, ο / παράμεσος, έση, ον, θηλ. και ος, ΝΑ αυτός που βρίσκεται κοντά στο μέσο, στο κέντρο («παράμεσος δάκτυλος» το δάχτυλο που βρίσκεται ανάμεσα στο μέσο και στο μικρό) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο παράμεσος ο παράμεσος δάκτυλος, αλλ. δακτυλίτης αρχ …   Dictionary of Greek

  • συστολέας — ο, Ν 1. (γενικά) όργανο με το οποίο συστέλλεται κάτι 2. ναυτ. σχοινί που χρησιμεύει για τη συστολή, δηλαδή το κατέβασμα τών ανοιχτών ιστίων ενός ιστιοφόρου σκάφους, κν. μπρούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συστέλλω (πρβλ. συστολή) + κατάλ. έας (πρβλ. προβολ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»